- αμφιφαής
- ἀμφιφαής, -ές (ΑΜ)μσν.ο λαμπερός από όλες τις πλευρέςαρχ.ο ορατός από παντού ή πάντοτε.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι-* + -φαὴς < φάος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμφιφαής — everywhere visible masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιφαῆ — ἀμφιφαής everywhere visible neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀμφιφαής everywhere visible masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀμφιφαής everywhere visible masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιφαεῖς — ἀμφιφαής everywhere visible masc/fem acc pl ἀμφιφαής everywhere visible masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιφαές — ἀμφιφαής everywhere visible masc/fem voc sg ἀμφιφαής everywhere visible neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιφαοῦς — ἀμφιφαής everywhere visible masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek
αρτιφαής — ἀρτιφαής, ές (AM) αυτός που τώρα μόλις άρχισε να λάμπει. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + φαής < φάος (πρβλ. αμφιφαής)] … Dictionary of Greek
αυτοφαής — και αυτοφανής αὐτοφαής, ές και αὐτοφανής, ές (Α) αφ εαυτού φανερός, αυτόδηλος, ολοφάνερος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αυτοφαής < αυτο + φαής < φάος (πρβλ. αμφιφαής) και ο τ. αυτοφανής < αυτο + φανής < εφάνην (αόρ. του φαίνομαι)] … Dictionary of Greek
φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός … Dictionary of Greek